Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ.

Το χρονογράφημα του Σαββάτου.
Στη χώρα του ατέλειωτου Καλοκαιριού ενέκυψε Χειμώνας. Όμως μπορεί να σου πέφτουνε τα’ αυτιά απ’ το κρύο, σε λίγο αργά η γρήγορα ο ήλιος θα φανεί, και θα’χεις μια αλλοπρόσαλλη αίσθηση παράνοιας. Είναι η δεν είναι Χειμώνας τελικά; Κι έτσι μες την παράνοια προχωράει η κατάσταση κάνοντας ένα βήμα μπρός και δυο πίσω. Με μαύρα σύννεφα συγκεντρωμένα στον ορίζοντα και μια τυπική εορταστική ατμόσφαιρα που δεν εμπνέει καμιά συμπάθεια, ούτε κανένα τρελό ενθουσιασμό. Κλεισμένοι στο καβούκι του σπιτιού μας οι περσότεροι, με στολισμένα τα παλιά μας δέντρα έτσι για το καλό, και με όλο και λιγότερα λαμπάκια να στολίζουν τα μπαλκόνια, περιμένουμε μέσα σ’ αυτή την άθλια οικονομική κατάσταση, να περάσουμε τις γιορτές με του οικείους μας. Τέτοιες μέρες όμως σκέψου κι αυτούς που βρίσκονται και σε χειρότερη κατάσταση. Από το πρώτο τυχαίο άστεγο σε κάθε πόλη, μέχρι αυτόν που η μοίρα το’φερε να κάνει μόνος του γιορτές. Να όπως τούτοι δω οι συνάνθρωποι πιο κάτω.
ΑΘΗΝΑ- ΜΟΣΧΑΤΟ. ΣΤΑΘΜΟΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ.
Ο τριανταπεντάχρονος που κατεβαίνει απ’ το βαγόνι, σφίγγει καλά το σκούφο στο κεφάλι του γιατί το κρύο είναι τσουχτερό. Φαίνεται όμως από μακριά. Έχει τα μαύρα του τα χάλια. Χώρισε μόλις χθες με την κοπέλα που συζούσε, και νοιώθει τώρα απαίσια ψυχολογικά. Αμήχανα ακολουθεί τον κόσμο προς του σταθμού την έξοδο, και του’ρχεται να μπήξει τις φωνές. Του είπε τον βαρέθηκε μετά από χρόνια η «λεγάμενη» και το χειρότερο: Ότι τα έχει και με άλλον. Του ήρθε «ταμπλάς» και τώρα έχει μια τάση ν’ αρχίσει να βαράει στο τοίχο το κεφάλι. Τρεκλίζοντας πατάει, σα να πατάει σε λάσπες, κι όταν προσπέρασα, άκουσα να μονολογεί:
-Μόνο σου φέτος Πέτρο. Μόνο σου θα περάσεις τις γιορτές. Θα το παλέψεις δεν πειράζει. Κι ίσος κάποια στιγμή θα κλείσει και αυτή η πληγή.
Την αγαπούσε τη «λεγάμενη» μα εκείνη όταν έμεινε άνεργος του είπε: Άντε γειά. Μα τι να κάνει; Και τι μπορεί να κάνει! Έτσι… χρονιάρες μέρες τον ζώνει η απελπισία από παντού.
ΑΓΡΙΝΙΟ - ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΣ ΗΛΙΑ ΗΛΙΟΥ.
Η μικρή τετράχρονη «ζουζούνα» όπως την φώναζε παλιά ο μπαμπάς της, είναι καθισμένη με την όμορφη τριαντατετράχρονη μαμά της στο τραπέζι της καφετέριας κοντά στο τζάμι, και παρακολουθεί τον κόσμο που πηγαινοέρχεται μες το νερόχιονο για ψώνια. Η μαμά δε μιλάει, κάθεται συνοφρυωμένη και συνέχεια καπνίζει. Μόνο χαρούμενη δεν μοιάζει, και φταίει γι’ αυτό ο μπαμπάς. Όχι γιατί χώρισαν, αυτό έγινε εδώ και αρκετό καιρό. Μα γιατί μάλωσαν ξανά. Ενώ της είχε υποσχεθεί ότι τις γιορτές θα κρατούσε αυτός το παιδί, και θα μπορούσε κι αυτή κάνει Χριστούγεννα στο Μέτσοβο με την παρέα της, την τελευταία στιγμή τα γύρισε. Ήθελε κι εκείνος να την κοπανίσει. Να κάνει Χριστούγεννα Αθήνα, με την «πρωτευουσιάνα» που γνώρισε το καλοκαίρι στον Αστακό. Έτσι η μαμά ορκίστηκε πως θα περάσουν κλεισμένες μέσα, μόνες τους τις γιορτές.
Το κοριτσάκι όταν είδε το δάκρυ στα μάτια της μαμάς, έγειρε στην «ποδιά της» και της είπε: Μη κλαις μαμά, ωραία θα περάσουμε και δυό μας.
ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟ. ΣΤΟ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΟ ΡΕΜΑ ΕΞΩ ΑΠ’ ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ.
Ο ηλικιωμένος με τα ψαρά μαλλιά, βαδίζει σα σκεβρωμένος πάνω στο σκεπασμένο ρέμα, έξω απ’ τα Καφενεία στο κέντρο του χωριού. Γεράματα τι να σου κάνει. Τα κόκαλα πονάνε συνέχεια και με καλό καιρό. Φαντάσου τώρα με τόσο κρύο και υγρασία. Κι όμως ο εβδομηνταοχτάχρονος Αγγελοκαστρίτης δεν το βάζει κάτω. Για όσο ακόμα τον σηκώνουν τα πόδια του, βγαίνει συνέχεια, και θα βγαίνει καθημερινά. Να καλή ώρα όπως τώρα. Έτσι ακριβώς κυλάνε οι μέρες του, σαν το νερό στο σκεπασμένο ρέμα κάτω από τα πόδια του. Πάει κι ετούτη η χρονιά τελείωσε. Φτάσανε κιόλας πάλι οι γιορτές, που ο «γερόλυκος» χήρος από χρόνια τέως καπνοπαραγωγός, θα τις περάσει πάλι μόνος του. Η κόρη παντρεμένη στην Αθήνα που κατέβαινε τέτοιες μέρες με τα εγγόνια του καμιά φορά, γονάτισε κι αυτή απ’ τη κρίση, μιας κι έμεινε άνεργος ο άντρας της. Και η αδερφή του, πήγε στο γιό της που δουλεύει στη Γερμανία για να περάσει τις γιορτές. Έτσι θα κάνει γιορτές, παρέα πάλι με τη τηλεόραση.
-Δε βαριέσαι, έτσι τα έφερε η μοίρα συλλογιέται, βαδίζοντας συνέχει πάνω- κάτω μέσα στο κρύο έξω απ’ τα Καφενεία. Το βράδυ όμως κουκουλωμένος κάτω απ’ τα σκεπάσματα, θα νοιώσει ένα δάκρυ να του καίει το μάγουλο.
Σε μια χώρα που η «μοναξιά της άδειας τσέπης» έχει γίνει εδώ και χρόνια μονιμότητα, τώρα που το καλοσκέφτομαι, νοιώθω κι εγώ μια μοναξιά απέραντη. Πώς θα περάσουν οι γιορτές; Πώς θα αντέξω τόση μοναξιά χωρίς την Τρόϊκα;
Μπούτιβας Κώστας-Καστρινός.

1 σχόλιο :

Ευθύμιος Πριόβολος είπε...

Πολύ όμορφο φίλε!