Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΑΜΟΝΗ.

Το χρονογράφημα του Σαββάτου.

Μάταια περίμενα του Σεπτεμβρίου το πρωτοβρόχι. Βιαζόμουνα ν’ αφήσω πίσω τις μέρες του καλοκαιριού, που έκαναν τα σώματά μας να ψάχνουν με απόγνωση, μια μικρή, υγρή σκιά να τρυπωθούνε. Μα ήρθε ξεθωριασμένη η βροχή, ξεκίνησε με δυό σταγόνες, μετά λιγάκι μούσκεψε ο δρόμος, ίσα να βγάζει μια γυαλάδα, που θύμιζε αντικατοπτρισμό στην άσφαλτο, τις ιδρωμένες μέρες του Καλοκαιριού.
Τσάμπα λοιπόν προσμέναμε σιωπηλοί τη βροντερή φωνή του φθινοπώρου, που κρυμμένο πίσω από τσιμέντα, πίσω από τα ιδρωμένα τζάμια των πολυκατοικιών ή τα ξεχαρβαλωμένα εργοστάσια της Πειραιώς σέρνεται μέσα στη κουφόβραση κι αναρωτιέται, αν τέτοιες μίζερες στιγμές έχει κανένα ρόλο για να παίξει ή είναι καλύτερα να αφήσει τα στιβαρά τα χέρια του χειμώνα, να πνίξουν, να παγώσουν τις καρδιές.
Ξεκούρδιστοι άνθρωποι, στις τσιμεντένιες τις προβλήτες του ηλεκτρικού, με μάτια αχόρταγα αγγίζουν την βροχή, μάταια ψάχνοντας τον επαναλαμβανόμενο ξερό της ήχο.  
Έστριψες ένα τσιγάρο και με κάρφωσες στα μάτια, κι έλεγες και ξανάλεγες, πνιχτά, κι αόριστα από μέσα σου, πόσο σου αρέσει η βροχή, και πόσο χαίρεσαι τα υγρά, τα νοτισμένα βράδια του Σεπτέμβρη. Κι όλα τριγύρω μούσκευαν μ’ ένα παλιομοδίτικο  ρομαντισμό, σπασμένο τόσο,  που τα κομμάτια του σαν λάμες μαχαιριών τρυπούσαν αδιαφορώντας τις ψυχές μας.
Στο τέλος από του σταθμού το σκέπαστρο, το τραίνο έδωσε μια να πιάσει το χέρι της βροχής απεγνωσμένα. Μάταια όμως, ούτε κι απόψε θα γινόταν τίποτα, ούτε κι απόψε θα γινόταν ταίρι. Σύρθηκε βιαστικά στις ράγες, και ομύτε μια στιγμή δεν γύρισε να κοιτάξει τον αντίζηλο ουρανό που όλο και σκοτείνιαζε από ζήλεια.
Έβγαλε δόντια κι ο αέρας και φτερά, και έκανε να δείξει χαρακτήρα. Κανείς όμως δεν τον φοβήθηκε, κανείς δεν κοντοστάθηκε, ούτε λιγάκι καν να τον προσέξει. Άλλα φοβούνται τώρα οι άνθρωποι, κι άλλα τους κάνουνε ν’ ανατριχιάζουν.
Έτσι πήρε και στέγνωσε η υποψία για βροχή αφήνοντας στα μάρμαρα μια λασπωμένη πατημασιά κι αναμονή ξανά, για πιο μεγάλες, πιο ζωντανές, στάλες βροχής.
Αναμονή στην καταιγίδα που ζυγώνει, και μήνες τώρα γράφεται στον ουρανό.
Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :